ἔπηλις

ἔπηλις
ἔπηλις (not ἐπηλίς Hdn.Gr.1.91), ιδος, , [dialect] Ion. for ἔφηλις,
A cover, lid, S.Fr.1046, Posidipp.41.
II freckle, Ael.Dion.Fr.57.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έπηλις — ἔπηλις, η (AM) κάλυμμα, σκέπασμα μσν. κηλίδα τού προσώπου, φακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. τού έφηλις*] …   Dictionary of Greek

  • ἔπηλις — cover fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφηλίδα — η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις) μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα νεοελλ. (ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”